Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θεόσταλτος
- απόδοση: που έχει σταλεί από το Θεό / ο εμφανιζόμενος ανέλπιστα ή απροσδόκητα
- συγγενές: θεόπεμπτος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ξάφνου από το πουθενά παρουσιάσθηκε ως θεόσταλτη σωτηρία
πρόκειται για θεόσταλτη ευκαιρία > περίπτωση