Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευπαρουσίαστος
- απόδοση: ο με ικανοποιητικό παρουσιαστικό / που έχει καλή εξωτερική εμφάνιση / ο καλού γούστου
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’