Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θείος
- απόδοση: ο εκ Θεού / που ανήκει ή προέρχεται από τον Θεό
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απεικονίζει το Θείο Βρέφος
απολαύσαμε την αναπαράσταση του Θείου Δράματος
αρέσκεται να μελετά τον Θείο Λόγο
δεν ήταν απλά μουσική ήταν μία Θεία Μελωδία
διαθέτει το Θείο Χάρισμα
εδέχθη τη Θεία Δύναμη
έλαβε Θεία Φώτιση
έλαβε τη Θεία Κοινωνία
επαφίεται στην Θεία Πρόνοια
με τη φτώχεια που βίωνε τα κληρονομηθέντα υπήρξαν Θείο Δώρο
μην ανησυχείς υπάρχει Θεία Δίκη
παρακολουθήσαμε στον Μητροπολιτικό Ναό τη Θεία Λειτουργία
παρασύρεται & βρίζει τα Θεία
πρόκειται για Θείο Πλάσμα
το παιδί υπήρξε γι’ αυτούς Θείο Δώρο
τον διακρίνει η Θεία Χάρη