Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευελιξία
- απόδοση: προκειμένου για ενέργεια χαρακτηριζόμενη από άνεση ελιγμών / το να προσαρμόζεται κάποιος με κατάλληλο τρόπο & αποτελεσματικό / το να ενεργεί άτομο ή ομάδα με ταχύτητα & ευκολία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’