Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τρεμάμενος
- απόδοση: που τρέμει / που στερείται σταθερότητος από υπερβάλλουσα σωματική αδυναμία ή κακή συναισθηματική κατάσταση
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’