Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δυσνόητος
- απόδοση: που δεν γίνεται εύκολα κατανοητός / που με δυσκολία μπορεί κάποιος να τον καταλάβει
- αντίθετο: ευνόητος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’