Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ετερόδοξος
- απόδοση: που ακολουθεί άλλο χριστιανικό δόγμα / που παρεκκλίνει από την ορθοδοξία
- αντίθετο: ομόδοξος
- συγγενές: ετερόπιστος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’