Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ένθεος
- απόδοση: που έχει εντός του το Θεό / που τον εμπνέει θεϊκή δύναμη
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ζει χριστιανικά διάγοντας ένθεο βίο