Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εκχριστιανισμένος
- απόδοση: ο ασπαζόμενος τον χριστιανισμό
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρόκειται για εκχριστιανισμένο Εβραίο κοινώς ντονμές