Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έρμαιο
- απόδοση: για άτομο ή πράγμα εξαρτώμενο ή παρασυρόμενο από άτομο ή κατάσταση / πλοίο ευρισκόμενο σε κατάσταση ακυβερνησίας
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’