Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποδούλωση
- απόδοση: η στέρηση της ελευθερίας ατόμου ή συνόλου / η ένταξη στην δικαιοδοσία άλλου προσώπου ή συνόλου / ολοκληρωτική υποταγή σε πάθος χωρίς δυνατότητα ενεργητικής αντίδρασης
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’