Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πολύκλαυστος
- απόδοση: που κατά το θάνατό του θρήνησαν πολλοί ή μετά θάνατον εξακολουθούν να τον θρηνούν
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο μακαριστός Χριστόδουλος υπήρξε πολύκλαυστη προσωπικότητα