Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανάδοχος
- απόδοση: που αναλαμβάνει να εκτελέσει ορισμένο έργο / ο νονός
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ως λ Τράπεζα ανέλαβε την εισαγωγή στο Χρηματιστήριο ομίλου αμερικανικών συμφερόντων