Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ακοινώνητος
- απόδοση: που δεν μετάλαβε / που δεν έλαβε την Θεία Κοινωνία / που ζει απομονωμένος λόγω ιδιορρυθμίας / που δεν γνωρίζει το πώς πρέπει να κινηθεί σε μία κοινωνική εκδήλωση
- συγγενές: αμετάλαβος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άνθρωπος λ που μονίμως ομφαλοσκοπεί