Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άβατος
- απόδοση: ο απάτητος / ο απροσπέλαστος / ο απρόσιτος φυσικός χώρος / ιερός χώρος που απαγορεύεται η είσοδος ενός εκ των δύο φύλλων
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λ ιερός χώρος αποτελεί το Άγιον Όρος για τις γυναίκες
πρόκειται για άβατο βουνό > δάσος > μοναστήρι
το ιερό των εκκλησιών αποτελεί άβατο για τις γυναίκες