Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αβαείο
- απόδοση: το διοικούμενο από αβά καθολικό μοναστήρι / εκκλησία η οποία κάποτε υπήρξε αβαείο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πέρασε τα τελευταία της ζωής του σε λ στη Νότια Γαλλία