Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δυσπρόσιτος
- απόδοση: που με δυσκολία πλησιάζει ή προσεγγίζει κάποιος / που η επικοινωνία είναι δυσχερής λόγω φυσικών εμποδίων / για άτομο πολυάσχολο ή εσωστρεφές που δύσκολα επικοινωνείς μαζί του / για κάτι που δεν μπορεί να τεθεί στη διάθεση ή δια την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η αγάπη κατέληξε δυσπρόσιτο αγαθό