Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έκτρωμα
- απόδοση: έμβρυο προερχόμενο από έκτρωση / το με τερατώδη ή απεχθή την όψη / το αποκρουστικό / το κακοφτιαγμένο
- συγγενές: εξάμβλωμα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’