Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σωματώδης
- απόδοση: που είναι ψηλός & εύσωμος
- γένη: -ης -ης -ες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άτομο εντυπωσιακό σωματώδους διαπλάσεως
με τρομάζει η σωματώδης εμφάνιση αυτού του ανθρώπου