Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευκοίλιος
- απόδοση: που έχει εύκολες κενώσεις ή τάση προς ευκοιλιότητα / που προκαλεί ευκοιλιότητα
- αντίθετο: δυσκοίλιος
- γένη: -ος -ος -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’