Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιβήτορας
- απόδοση: αρσενικό ζώο προοριζόμενο για αναπαραγωγή του είδους / άντρας με έντονη σεξουαλική δραστηριότητα / εξουσιαστής που δρα αυταρχικά αφού προηγουμένως ανήλθε αντικανονικά στην εξουσία
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’