Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σπλαχνικός
- απόδοση: ο αισθανόμενος λύπη για την δυστυχία των άλλων / που εκφράζει διάθεση βοηθείας
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’