Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ρηξικέλευθος
- απόδοση: που εκφραζόμενος με τόλμη ανοίγει νέους δρόμους / νεωτεριστής / καινοτόμος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’