Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στρατοδικείο
- απόδοση: δικαστήριο συγκροτούμενο προκειμένου να δικάσει στρατιωτικούς ή & πολίτες για ορισμένα αδικήματα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από το διαρκές στρατοδικείο
παραπέμφθηκε σε έκτακτο στρατοδικείο κατηγορούμενος για λιποταξία