Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ταχυεργής
- απόδοση: που εκτελεί έργο με ταχύτητα
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εργατικός & λ υπάλληλος παρά την ηλικία του