Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πολεμικός
- απόδοση: που αναφέρεται στον πόλεμο / που κρίνεται κατάλληλος για πολεμική δραστηριότητα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαφαίνεται στον ορίζοντα πολεμική σύρραξη
τη λύση της θρασύτατης παραβίασης των χωρικών υδάτων θα δώσει το πολεμικό ναυτικό
υπηρέτησε στην πολεμική αεροπορία