Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ισθμός
- απόδοση: στενή λωρίδα γης που χωρίζει δύο θαλάσσιες επιφάνειες & ενώνει δύο τμήματα ξηράς
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κατέχει αγρόκτημα με οπωροφόρα που βρίσκεται πλησίον του ισθμού της Κορίνθου