Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λαίλαπα
- απόδοση: ο σύντομης διάρκειας αλλά ισχυρότατος άνεμος που προκαλεί καταστροφές / με μεταφορική έννοια για κάτι που προξενεί ζημίες το καταστροφικό
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’