Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
όρχος
- απόδοση: χώρος όπου φυλάσσονται οχήματα άρματα μάχης ή πυροβόλα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τις βραδινές ώρες φρουρεί τον όρχο οχημάτων > αρμάτων μάχης
φυλάσσει το όχημα σε υπόγειο όρχο επί της οδού Αγίου Μελετίου