Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
όμηρος
- απόδοση: ο κρατούμενος ως εγγύηση για την εκτέλεση απαίτησης
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διετέλεσε όμηρος επί μακρόν υπό των Γερμανικών δυνάμεων κατοχής της χώρας εγκατασταθείς σε Γερμανικές φυλακές έως της απελευθερώσεως