Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ραιβοποδία
- απόδοση: δυσμορφία κατά την οποία τα πόδια στηρίζονται στην έξω πλευρά των πελμάτων
- αντίθετο: βλαισοποδία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κοπέλα με εμφανή λ λόγω μογγολικής καταγωγής