Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ραιβόκρανος
- απόδοση: ο έχων εστρεβλωμένη την κεφαλή του προς το εν πλάγιον αυτής
- συγγενές: στραβολαίμης
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’