Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θύλακας
- απόδοση: θέση εντός εχθρικού εδάφους
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δια της ρήψεως αλεξιπτωτιστών προέκυψαν θύλακες επί του αντιπάλου εδάφους