Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μυστικοπαθής
- απόδοση: που πιστεύει ότι στην ζωή κυριαρχούν μυστηριώδεις δυνάμεις / που τείνει προς τον μυστικισμό
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’