Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φιλύποπτος
- απόδοση: που υποπτεύεται τους πάντες & τα πάντα / που σε κάθε ενέργεια διαβλέπει ύποπτη πρόθεση
- συγγενές: καχύποπτος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’