Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πολυπράγμων
- απόδοση: ο ασχολούμενος με πλήθος πραγμάτων / που ασχολείται με πολλές υποθέσεις / που αναμειγνύεται με υποθέσεις που δεν τον αφορούν
- γένη: -ων -ων -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’