Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιτήρηση
- απόδοση: παρακολούθηση ατόμου ή συνόλου για την αποφυγή διενέργειας παράνομης ή ανεπιθύμητης πράξεως / παρακολούθηση διαδραματιζόμενων καταστάσεων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανύπαρκτη η αστυνομική λ στο κέντρο της πόλεως παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις
η αμφισβητούμενη περιοχή βρίσκεται υπό στρατιωτική λ
το ΔΝΤ επέβαλε έναντι της οικονομικής βοηθείας δημοσιονομική λ