Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προσεγμένος
- απόδοση: ο επιμελημένος / ο φροντισμένος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ομολογουμένως άκρως προσεγμένο ντύσιμο > έντυπο > έπιπλο > προϊόν