Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ένοπλος
- απόδοση: που φέρει όπλο / πράξη που γίνεται με χρήση όπλων
- αντίθετο: άοπλος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η χρηματαποστολή εδέχθη επίθεση από ένοπλη συμμορία
μικροεπεισόδιο στο Τουρκικό Κουρδιστάν προκάλεσε ένοπλη σύρραξη
σε τραπεζικό κατάστημα προέκυψε ένοπλη ληστεία
στην είσοδο στέκεται επί 24ώρου βάσεως λ σωματοφύλακας
το ληστή συνέλαβε λ φρουρός