Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άφθαρτος
- απόδοση: που δεν υπόκειται ή που δεν υπέστη φθορά
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
για επιτυχές αποτέλεσμα απαιτούνται άφθαρτα υλικά