Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δυσχρωματοψία
- απόδοση: πρόβλημα οράσεως εξ αιτίας του οποίου ο πάσχων δεν δύναται να διακρίνει ορισμένα χρώματα κυρίως τα τρία βασικά
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’