Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φιλοδώρημα
- απόδοση: χρηματικό μικροποσό που προσφέρουν πελάτες σε υπάλληλο έναντι της εξυπηρετήσεως που δέχθηκαν
- συγγενές: πουρμπουάρ
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
είναι γνωστός για το πλούσιο φιλοδώρημα που προσφέρει με αποτέλεσμα να απολαμβάνει άφθονη εξυπηρέτηση από το προσωπικό των καταστημάτων που επισκέπτεται