Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
γνώριμος
- απόδοση: που είναι οικείος / που έχουμε γνωρίσει στο παρελθόν & με ευκολία αναγνωρίζουμε
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
είναι γνώριμο πρόσωπο από τα φοιτητικά χρόνια