Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ομότεχνος
- απόδοση: που ασκεί την αυτή τέχνη με άλλους
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αν & ιδιαίτερα νέος στο επάγγελμα κρίνεται θαυμαστός ανάμεσα στους ομότεχνους