Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναλαμπή
- απόδοση: ξαφνική λάμψη μικρής διάρκειας / στιγμή έμπνευσης & υψηλής απόδοσης του νου / πνευματική διαύγεια μικρής διάρκειας παρατηρούμενη σε άτομο με μειωμένες πνευματικές ικανότητες / η προσωρινή αποκατάσταση των σωματικών λειτουργιών σε πάσχοντα οργανισμό
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’