Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανασκαφέας
- απόδοση: που δια των ενεργειών του συλλέγει χρήσιμα αντικείμενα προσφερόμενα για την μελέτη του παρελθόντος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
στον εν λόγω αρχαιολογικό χώρο απασχολήθηκαν ικανότατοι ανασκαφείς