Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μουσοτραφής
- απόδοση: ο από νεαράς ηλικίας ασχολούμενος με την καλλιέργεια των γραμμάτων & των τεχνών
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’