Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνομωσία
- απόδοση: μυστικές ενέργειες εκ μέρους ομάδος ατόμων με σκοπό την πρόκληση βλάβης ή την εξουδετέρωση προσώπου ή συνόλου / η μυστική συνεννόηση με σκοπό την ανατροπή της τάξεως στον πολιτικό ή στρατιωτικό τομέα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’