Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποσία
- απόδοση: το να μην πίνει κανείς νερό ή άλλο υγρό
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επιδίδεται σε πλήρη αποσία οινοπνευματωδών ποτών