Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παράταιρος
- απόδοση: ο ανόμοιος / ο αταίριαστος προκειμένου για πράγματα που αποτελούν ζευγάρι
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’